- Σινδογενής
- Σινδογενής, ές,A Indus-produced, Aglaïas 18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σινδογενής — ές, Α αυτός που έχει παραχθεί κοντά στον Ινδό ποταμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ινδ. sindhus, ονομ. τού ποταμού Ινδού + γενής (< γένος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek
Σινδογενοῦς — Σινδογενής Indus produced masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek